MIA> Ελληνικό τμήμα> Τρότσκι> Εργα> Ανάμεσα στους Κόκκινους και τους Λευκούς> Κεφάλαιο I



Λέων Τρότσκι

Ανάμεσα στους Κόκκινους και τους Λευκούς

Μαρξισμός και εθνικό ζήτημα


Προηγούμενο: Εισαγωγή
Επόμενο: Αυστηρή ουδετερότητα

Κεφάλαιο I

Μύθος και πραγματικότητα

Πώς περιγράφουν τη μοίρα της Γεωργίας οι ανατραπέντες μενσεβίκοι και οι διάφοροι προστάτες τους; Έχει φτιαχτεί γύρω της ένα είδος μύθου, υπολογισμένου για να ξεγελάει τους αφελείς. Και οι αφελείς δε λείπουν σε αυτόν τον κόσμο.

Ο λαός της Γεωργίας αυτοβούλως, έτσι ξεκινάει ο μύθος, αποφάσισε, με ειρηνικό και φιλικό τρόπο, να αποχωριστεί από τη Ρωσία. Αυτή την επιθυμία ο γεωργιανός λαός την εξέφρασε δημοκρατικά με την ψήφο του. Την ίδια στιγμή ύψωσε το λάβαρο της απόλυτης ουδετερότητας στις διεθνείς σχέσεις. Ούτε με σκέψεις ούτε με πράξεις παρενέβη ποτέ η Γεωργία στο ρώσικο εμφύλιο πόλεμο. Ούτε οι κεντρικές αυτοκρατορίες ούτε η Αντάντ μπόρεσαν να την κάνουν να αποκλίνει από την οδό της ουδετερότητας. Το έμβλημά της ήταν: "Ζήσε κι άσε τους άλλους να ζήσουν". Ακούγοντας γι' αυτό τον ενάρετο τόπο, πολλοί προσκυνητές της Δεύτερης Διεθνούς, γνωστοί για την ευλάβειά τους - ο Βαντερβέλντε, ο Ρενοντέλ και η κα Σνόουντεν - έκλεισαν αμέσως θέση για να τον επισκεφτούν. Αμέσως μετά, ακολούθησε ο Κάουτσκυ, γέρνοντας από τα χρόνια και τη σοφία. Όλοι αυτοί, σαν τους απόστολους των παλιών καιρών, συνομίλησαν σε γλώσσες που δεν καταλάβαιναν και είδαν οράματα, τα οποία περιέγραψαν ύστερα σε άρθρα και βιβλία. Ο Κάουτσκυ στο ταξίδι της επιστροφής από την Τυφλίδα στη Βιέννη έψελνε αδιάκοπα: "Νυν απολύοις τον δούλον σου Δέσποτα... Διότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου".

Αλλά δεν είχαν καλά-καλά προλάβει οι προσκυνητές αυτοί να φέρουν την ευλογία στα ποίμνιά τους, όταν συνέβη κάτι τρομερό. Χωρίς αιτία καμία, η Σοβιετική Ρωσία έριξε τα στρατεύματά της ενάντια στην ειρηνική ουδέτερη και δημοκρατική Γεωργία και αδυσώπητα κατέπνιξε τη σοσιαλδημοκρατική δημοκρατία, που τόσο ολόψυχα αγαπούσαν οι λαϊκές μάζες. Η αιτία αυτής της χωρίς προηγούμενο ύβρεως ήταν ο ιμπεριαλισμός και ο βοναπαρτισμός της σοβιετικής κυβέρνησης και ειδικότερα το μίσος που έτρεφε για τις δημοκρατικές επιτυχίες των Γεωργιανών μενσεβίκων. Αυτά πάνω κάτω περιέχει ο μύθος. Ακολουθούν προφητείες της Αποκαλύψεως για την αναπότρεπτη πτώση των μπολσεβίκων και για το πώς οι μενσεβίκοι θα αποκατασταθούν στην πρότερή τους δόξα.

Ο Καρλ Κάουτσκυ έγραψε ένα ευλαβές φυλλάδιο αφιερωμένο στο μύθο αυτό[31]. Η απόφαση της Δεύτερης Διεθνούς για τη Γεωργία, τα άρθρα των Times, οι διαλέξεις του Βαντερβέλντε, οι αναμφισβήτητες συμπάθειες της Βασίλισσας του Βελγίου, καθώς και τα γραφτά του Ερβέ και του Μέρχαϊμ, όλα βασίζονται πάνω σ' αυτό το μύθο. Ο μόνος λόγος που δεν έχει εκδοθεί ακόμη Παπική Εγκύκλιος είναι ο πρόωρος θάνατος του Βενέδικτου XV. Ας ελπίσουμε ότι ο διάδοχός του θα επανορθώσει αυτή την παράλειψη.

Πρέπει πάντως να πούμε ότι, αν και ο μύθος γύρω από τη Γεωργία δε στερείται ποιητικής αξιοπρέπειας, είναι παρ' όλα αυτά, όπως όλοι οι μύθοι, αντίθετος με τα γεγονότα. Για να ακριβολογήσουμε, ο γεωργιανός μύθος δεν είναι παρά ένα ψέμα απ' την αρχή ως το τέλος, το οποίο δημιούργησε όχι η δημιουργική λαϊκή φαντασία, αλλά η βιομηχανική παραγωγή του καπιταλιστικού τύπου. Μονάχα ψέματα βρίσκονται στη βάση της μανιασμένης αντισοβιετικής προπαγάνδας στην οποία οι ηγέτες της Δεύτερης Διεθνούς έπαιξαν το πρώτο βιολί. Θα το αποδείξουμε σημείο προς σημείο.

* * *

Ο κ. Χέντερσον πρωτοάκουσε για την ύπαρξη της Γεωργίας από την κα Σνόουντεν, και η κα Σνόουντεν εξοικειώθηκε με τις δραστηριότητες του Ζορντάνια και του Τσερετέλι στη διάρκεια του εκπαιδευτικού ταξιδιού της στο Μπατούμι και την Τυφλίδα.

Όσο για μας, τους ξέραμε από πριν τους κύριους, όχι σαν άρχοντες της ανεξάρτητης Γεωργίας, την οποία δεν είχαν δει ούτε στον ύπνο τους, αλλά σα Ρώσους πολιτικούς στην Πετρούπολη και τη Μόσχα. Ο Τσχεϊτζέ έγινε ηγέτης του σοβιέτ της Πετρούπολης και στη συνέχεια της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ, κατά την περίοδο του Κερένσκυ, όταν οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες κυριαρχούσαν στα σοβιέτ. Ο Τσερετέλι[32] ήταν υπουργός στην κυβέρνηση του Κερένσκυ και ο εμπνευστής της πολιτικής του συμβιβασμού. Ο Τσχεϊτζέ, ο Νταν και άλλοι έκαναν τους ενδιάμεσους ανάμεσα στο μενσεβίκικο σοβιέτ και την κυβέρνηση συνασπισμού. Ο Γκεγκετσκόρι και ο Τσχενκέλι είχαν υπεύθυνες θέσεις κάτω από την προσωρινή κυβέρνηση. Ο Τσχενκέλι ήταν ο πληρεξούσιος εκπρόσωπός της στην Υπερκαυκασία.

Η θέση των μενσεβίκων ήταν ουσιαστικά η εξής: η επανάσταση πρέπει να διατηρήσει τον αστικό χαρακτήρα της - γι' αυτό το λόγο η αστική τάξη πρέπει να παραμείνει στην ηγεσία της - ο προορισμός του συνασπισμού ανάμεσα στους σοσιαλιστές και την αστική τάξη είναι να κάνει τις μάζες να συνηθίσουν την αστική κυριαρχία - τυχόν προσπάθεια του προλεταριάτου να κατακτήσει την εξουσία θα ήταν μοιραία για την επανάσταση - αδυσώπητος πόλεμος πρέπει να κηρυχτεί ενάντια στους μπολσεβίκους. Σαν ιδεολογικοί εκπρόσωποι της αστικής δημοκρατίας, ο Τσχεϊτζέ και ο Τσερετέλι μαζί με όλους τους φίλους τους επέμεναν ασυμφιλίωτα στην ενότητα και την ακεραιότητα της δημοκρατίας, στα πλαίσια της παλιάς Τσαρικής Αυτοκρατορίας. Οι αξιώσεις της Φιλανδίας για τη διεύρυνση της αυτονομίας της καθώς και οι προσπάθειες των Ουκρανών δημοκρατών προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας συνάντησαν την αμείλικτη αντίσταση του Τσερετέλι και του Τσχεϊτζέ. Ο Τσχενκέλι στο συνέδριο των σοβιέτ άστραφτε και βρόνταγε ενάντια στις αποσχιστικές τάσεις ορισμένων μεθοριακών κρατών, παρ' όλο που τότε ακόμη και η Φιλανδία δεν ζητούσε πλήρη ανεξαρτησία. Για να καταπνίξουν αυτές τις αυτονομιστικές τάσεις ο Τσερετέλι και ο Τσχεϊτζέ οργάνωσαν ένοπλη βία. Θα είχαν εφαρμόσει αυτή τη βία αν η ιστορία τους είχε δώσει το χρονικό περιθώριο. Οι κύριες τους προσπάθειες πάντως, στρέφονταν στον αγώνα ενάντια στους μπολσεβίκους.

Παρότι η ιστορία έχει γνωρίσει αρκετές καμπάνιες δυσφήμησης, διωγμών και μίσους, δύσκολα βρίσκει κανείς κάτι ανάλογο με αυτήν που εξαπολύθηκε ενάντιά μας στην περίοδο του Κερένσκυ. Οι εφημερίδες όλων των αποχρώσεων και τάσεων, σε όλα τα τμήματα και τα άρθρα τους, σε πεζό και έμμετρο λόγο, με λέξεις και γελοιογραφίες, επέπλητταν, αναθεμάτιζαν και στιγμάτιζαν τους μπολσεβίκους. Δεν υπήρχε ένα έγκλημα που να μη μας απέδιδαν, συλλογικά και ατομικά. Όταν φαινόταν ότι οι διωγμοί είχαν φτάσει στο ψηλότερό τους σημείο, κάποιο καινούριο επεισόδιο, πολλές φορές ασήμαντο, τους έδινε καινούρια ορμή. Υψώνονταν τότε ακόμη περισσότερο, μεθυσμένοι από τις αναθυμιάσεις της ίδιας τους της μανίας. Η αστική τάξη ένοιωθε τον κίνδυνο του θανάτου. Στα άγρια της παραληρήματα μπορούσε να ανιχνευτεί μια νότα φόβου.

Οι μενσεβίκοι, όπως πάντα, αντανακλούσαν τις διαθέσεις της αστικής τάξης. Στο ψηλότερο σημείο αυτής της εκστρατείας, ο κ. Χέντερσον επισκέφτηκε την προσωρινή κυβέρνηση και έφτασε με ανακούφιση στο συμπέρασμα ότι ο σερ Τζωρτζ Μπιουκάναν[33] αντιπροσώπευε με αξιοπρέπεια και επιτυχία τα ιδανικά των Βρετανών δημοκρατών στη δημοκρατία του Κερένσκυ και του Τσερετέλι.

Η τσαρική αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες, που φοβούμενες στραβοπατήματα είχαν προσωρινά παραμείνει αδρανείς, έψαχναν τρόπο να αποδείξουν την αφοσίωσή τους στα νέα τους αφεντικά. Όλα τα τμήματα της καλλιεργημένης κοινωνίας τους έδειχναν ομόφωνα ποιο πρέπει να είναι το καινούριο αντικείμενο της προσοχής τους - οι μπολσεβίκοι. Όλες οι ηλίθιες εφευρέσεις για τις διασυνδέσεις μας με το γερμανικό γενικό επιτελείο, τις οποίες κανείς δεν πίστευε πραγματικά, εκτός ίσως από κάποιο μικροχαφιέ ή καμιά γυναίκα μαγαζάτορα της Μόσχας, επαναλαμβάνονταν, αναπτύσσονταν, υπερβάλλονταν και παρουσιάζονταν σε όλες τις δυνατές αποχρώσεις. Οι ηγέτες των μενσεβίκων, ήξεραν καλύτερα απ' τον καθένα την πραγματική αξία αυτών των κατηγοριών. Αλλά ο Τσερετέλι και η αδελφότητά του, θεώρησαν απαραίτητο να τις υποστηρίξουν για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Το βαθύ μπάσο του Τσερετέλι έδινε τον τόνο, τον οποίο επαναλάμβαναν τα γαυγίσματα των αποβρασμάτων των μαύρων εκατονταρχιών. Το αποτέλεσμα ήταν να κατηγορηθούν επίσημα οι μπολσεβίκοι ότι είχαν διαπράξει εσχάτη προδοσία, και ότι ήταν στην υπηρεσία του γερμανικού μιλιταρισμού. Τα τυπογραφεία και τα γραφεία μας λεηλατήθηκαν από την αστική αλητεία, κάτω από την ηγεσία πατριωτών αξιωματικών. Ο Κερένσκυ έκλεισε τις εφημερίδες μας και χιλιάδες επί χιλιάδων κομουνιστών συνελήφθησαν στην Πετρούπολη και σ' όλα τα μέρη της χώρας.

Οι μενσεβίκοι και οι σύμμαχοί τους, οι σοσιαλεπαναστάτες, παρέλαβαν την εξουσία από τα χέρια των σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών. Γρήγορα όμως ένοιωσαν το έδαφος να γλιστρά κάτω από τα πόδια τους.

Συγκέντρωσαν τότε τις προσπάθειές τους στη δημιουργία ενός αντίβαρου στα σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών, βοηθώντας πολιτικά τα μικροαστικά και αστικά στοιχεία της χώρας να οργανωθούν μέσω των δημοκρατικών δήμων και των ζέμστβο. Αλλά καθώς τα σοβιέτ αναπτύσσονταν ταχύτατα προς τα αριστερά, η δουλειά της οργάνωσης των ιδιοκτητριών τάξεων συμπληρώθηκε από το αδυνάτισμα και την αποδιοργάνωση των σοβιέτ από τους μενσεβίκους. Οι επανεκλογή αντιπροσώπων καθυστερούσε επίτηδες και το δεύτερο συνέδριο των σοβιέτ σαμποταριζόταν ανοιχτά. Ο Τσερετέλι ενέπνευσε αυτή την πολιτική και ο Τσχεϊτζέ έφερε σε πέρας την οργάνωσή της. Ήδη, από τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1917, υποστηριζόταν ότι τα σοβιέτ είχαν περάσει την περίοδο της ακμής τους και βρισκόντουσαν σε πορεία "αποσύνθεσης". Όσο πιο επαναστατικές, επίμονες και ανυπόμονες γινόντουσαν οι εργατικές και αγροτικές μάζες, τόσο πιο ανοιχτή και χονδροειδής γινόταν η εξάρτηση των μενσεβίκων από τις ιδιοκτήτριες τάξεις. Οι αστικοδημοκρατικοί δήμοι και τα ζέμστβο δεν μπορούσαν να σώσουν την κατάσταση. Το επαναστατικό κύμα υπερνικούσε αυτό το θλιβερό φράγμα. Το δεύτερο συνέδριο των σοβιέτ, που το συγκάλεσαν οι μενσεβίκοι σαν αποτέλεσμα της πίεσής μας, πήρε με την υποστήριξη της φρουράς της Πετρούπολης την εξουσία στα χέρια του χωρίς μάχη και σχεδόν χωρίς θύματα. Τότε οι μενσεβίκοι, μαζί με τους σοσιαλεπαναστάτες και τους καντέ[34], ξεκίνησαν ένα σκληρό και, όπου ήταν δυνατό, ένοπλο αγώνα ενάντια στα σοβιέτ, δηλαδή ενάντια στους εργάτες και τους αγρότες. Με αυτό τον τρόπο τέθηκαν οι βάσεις για την δημιουργία των λευκών μετώπων.

Κατά τη διάρκεια λοιπόν των πρώτων εννιά μηνών της επανάστασης , οι μενσεβίκοι πέρασαν από τρία στάδια: Την άνοιξη του 1917, ήταν οι αδιαμφισβήτητοι ηγέτες των σοβιέτ - το καλοκαίρι προσπάθησαν να κρατήσουν ουδέτερη στάση ανάμεσα στα σοβιέτ και την αστική τάξη - μετά, μαζί με την αστική τάξη, κήρυξαν εμφύλιο πόλεμο ενάντια στα σοβιέτ. Αυτά τα διακριτά στάδια χαρακτηρίζουν την ουσία του μενσεβικισμού και, όπως θα δούμε παραπέρα, καλύπτουν απόλυτα την ιστορία της μενσεβίκικης Γεωργίας.

Ήδη πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Τσχεϊτζέ την κοπάνησε για τον Καύκασο. Η επιφυλακτικότητα ήταν πάντοτε η δυνατότερη από τις πολιτικές του αρετές. Στη συνέχεια εκλέχτηκε πρόεδρος του υπερκαυκασιανού Σέιμ (κοινοβουλίου) συνασπισμού. Έτσι συνέχισε να παίζει στον Καύκασο in octavo, το ρόλο που είχε παίξει στην Πετρούπολη in folio.

Οι μενσεβίκοι, σε συμμαχία με τους σοσιαλεπαναστάτες και τους καντέ, έγιναν η ψυχή της αντεπαναστατικής "Επιτροπής για τη σωτηρία της πατρίδας και της επανάστασης" η οποία ήρθε αμέσως σε επαφή με τους κοζάκους του Κράσνωφ που προέλαυναν τότε ενάντια στην Πετρούπολη και οργάνωσε την απόπειρα εξέγερσης των γιούνκερς. Οι ηγέτες των μενσεβίκων, στους οποίους ο Κάουτσκυ έχει εκδώσει άδεια να κατασκευάζουν αναίμακτες δημοκρατίες, είναι οι πραγματικοί υποκινητές του εμφύλιου πόλεμου στη Ρωσία. Από την "Επιτροπή για τη σωτηρία της πατρίδας και της επανάστασης" της Πετρούπολης, στην οποία οι μενσεβίκοι δούλευαν μαζί με όλες τις οργανώσεις λευκοφρουρών, τα νήματα οδηγούν απευθείας σε όλες τις μετέπειτα αντεπαναστατικές εξεγέρσεις, συνομωσίες και δολοφονίες: στην Τσεχοσλοβάκικη εξέγερση στο Βόλγα, στην κυβέρνηση του Τσαϊκόφσκυ και του στρατηγού Μίλερ στο Βορρά, (Αρχάγγελο), στον Ντενίκιν[35] και τον Βράγγελ[36] στο Νότο, στους εμιγκρέδες στο εξωτερικό και τα μυστικά κονδύλια της Αντάντ. Σε όλη αυτή τη δουλειά οι μενσεβίκοι, συμπεριλαμβανομένων των Γεωργιανών μενσεβίκων ηγετών, πήραν μέρος όχι για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της Γεωργίας, για την οποία κανείς δεν είχε μιλήσει τότε, αλλά σαν ηγέτες ενός από τα αντισοβιετικά κόμματα, με βάσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Ο ηγέτης του αντισοβιετικού μπλοκ στη Συντακτική Συνέλευση δεν ήταν άλλος από τον Τσερετέλι.

Μαζί με ολόκληρη την αντεπανάσταση, οι μενσεβίκοι υποχώρησαν από το βιομηχανικό κέντρο στην περιφέρεια. Φυσικά χρησιμοποίησαν την Υπερκαυκασία σαν ένα από τα τελευταία καταφύγια τους. Στη Σαμάρα οχυρώθηκαν πίσω από το σύνθημα της "Συντακτικής Συνέλευσης", αλλά στην Τυφλίδα δοκίμασαν κάποια στιγμή να σηκώσουν το λάβαρο της ανεξάρτητης δημοκρατίας. Αυτό δεν έγινε αμέσως. Η μετάβαση από την αστική συγκεντρωτική θέση στη μικροαστική θέση του αποχωρισμού, που υπαγορεύτηκε όχι από τα εθνικά αιτήματα του λαού της Γεωργίας αλλά από τις ανάγκες του παν-ρωσικού εμφύλιου, πέρασε από πολλά στάδια.

Τρεις μέρες μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στην Πετρούπολη, ο Ζορντάνια δήλωνε στην δημοτική Δούμα της Τυφλίδας: "Η εξέγερση στην Πετρούπολη ζει τις τελευταίες της μέρες. Από την πρώτη στιγμή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία". Με βάση τη φυσική τάξη των πραγμάτων δε θα μπορούσε κανείς να ζητήσει να επιδείξει περισσότερη οξυδέρκεια ο Ζορντάνια στην Τυφλίδα απ' ότι οι άλλοι φιλισταίοι σε όλα τ' άλλα μέρη του κόσμου. Η μόνη διαφορά βέβαια είναι ότι η Τυφλίδα ήταν ένα από τα σημεία της Ρώσικης Επανάστασης και ο Ζορντάνια ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές στον αγώνα που υποτίθεται ότι θα έδινε τέλος στην εξέγερση των μπολσεβίκων. Πάντως οι "τελευταίες μέρες" πέρασαν και απέδειξαν ότι δεν ήταν οι τελευταίες. Φάνηκε αναγκαίο ήδη από το Νοέμβρη να φτιαχτεί βιαστικά ένα ανεξάρτητο υπερκαυκασιανό κομισαριάτο. Όχι σαν κυβέρνηση, αλλά σαν προσωρινό αντεπαναστατικό στρατόπεδο απ΄ όπου οι μενσεβίκοι έλπιζαν να δώσουν αποφασιστική βοήθεια στην αποκατάσταση της δημοκρατικής τάξης στη Ρωσία. Αυτές οι ελπίδες είχαν κάποια βάση: Η οικονομική καθυστέρηση, η εξαιρετική αδυναμία του βιομηχανικού προλεταριάτου, η μεγάλη απόσταση από την κεντρική Ρωσία, οι διαφορές στις κοινωνικές συνθήκες, τις παραδόσεις και τη θρησκεία ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες που δυσπιστούσαν η μία προς την άλλη και χωριζόντουσαν από φυλετικούς ανταγωνισμούς και, τέλος, η εγγύτητα του Ντον και του Κουμπάν, όλα αυτά μαζί δημιουργούσαν ευνοϊκές συνθήκες για την καταπολέμηση της κοινωνικής επανάστασης, και πράγματι μετέτρεψαν για μεγάλο διάστημα τον Καύκασο και την πέρα από αυτόν περιοχή σε μια Βανδέα[37] και μία Γιρόνδη[38], που κρατιόντουσαν ενωμένες από τον κοινό αγώνα τους ενάντια στα σοβιέτ.

Εκείνη την εποχή στην Υπερκαυκασία υπήρχε μεγάλος αριθμός τσαρικών στρατευμάτων από το τουρκικό μέτωπο. Η είδηση των προτάσεων της κυβέρνησης των σοβιέτ για ειρήνη και αγροτική μεταρρύθμιση συντάραξε όχι μόνο τις μάζες των στρατιωτών αλλά και το ντόπιο εργαζόμενο πληθυσμό.

Τότε ξεκίνησε για τους οχυρωμένους στην Υπερκαυκασία αντεπαναστάτες μια περίοδος συναγερμού. Αμέσως οργάνωσαν ένα συνασπισμό των δυνάμεων της "τάξης", που την αποτελούσαν όλα τα κόμματα με εξαίρεση, φυσικά, τους μπολσεβίκους. Οι μενσεβίκοι, που ηγούνταν του συνασπισμού, ενέπνευσαν τη συμμαχία ανάμεσα στους Γεωργιανούς ευγενείς γαιοκτήμονες και τη μικροαστική τάξη, ανάμεσα στους Αρμένιους μαγαζάτορες και τους μεγιστάνες του πετρελαίου, και ανάμεσα στους Τατάρους μπέηδες και χαν. Οι Ρώσοι λευκοί αξιωματικοί τέθηκαν ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του αντιμπολσεβίκικου συνασπισμού.

Στην αρχή του Νοέμβρη, συνήλθε το συνέδριο των αντιπροσώπων του μετώπου της Υπερκαυκασίας, που συγκλήθηκε από τους ίδιους τους μενσεβίκους. Η πλειοψηφία φαινόταν να κλίνει προς τα αριστερά. Τότε οι μενσεβίκοι, μαζί με τη δεξιά πτέρυγα του συνεδρίου, έκαναν ένα πραξικόπημα και δημιούργησαν ένα περιφερειακό σοβιέτ των υπερκαυκασιανών στρατευμάτων χωρίς την αριστερά, δηλαδή χωρίς την πλειοψηφία. Σε συμφωνία με το σοβιέτ αυτό, το υπερκαυκασιανό κομισαριάτο το Γενάρη του 1919 αποφάσισε: "να αναγνωρίσει την ανάγκη αποστολής κοζάκικων αποσπασμάτων στις περιοχές όπου τώρα λαμβάνουν χώρα ταραχές". Σφετερισμός σαν μέθοδος, κοζάκοι του Κορνίλωφ[39] σαν ένοπλη δύναμη: αυτές είναι οι πραγματικές ρίζες της υπερκαυκασιανής δημοκρατίας.

Το μενσεβίκικο πραξικόπημα στην Υπερκαυκασία δεν αποτελούσε εξαίρεση. Όταν στο δεύτερο παν-ρωσικό συνέδριο των σοβιέτ (Οχτώβρης του 1917) διαπιστώθηκε ότι οι μπολσεβίκοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, η παλιά εκτελεστική επιτροπή, που την αποτελούσαν μενσεβίκοι και σοσιαλεπαναστάτες, αρνήθηκε να παραδώσει τη θέση της στην εκτελεστική επιτροπή που εκλέχτηκε από το συνέδριο. Ευτυχώς, είχαμε με το μέρος μας όχι μόνο την τυπική πλειοψηφία του συνεδρίου, αλλά και ολόκληρη τη φρουρά της πρωτεύουσας. Αυτό εμπόδισε τους μενσεβίκους να μας διαλύσουν και μας επέτρεψε να τους δώσουμε ένα πρακτικό μάθημα στη σοβιετική δημοκρατία.

Τα στρατεύματα της Υπερκαυκασίας συνέχιζαν να αποτελούν απειλή για την "τάξη" ακόμη και μετά το ανακτορικό πραξικόπημα των μενσεβίκων. Νοιώθοντας την υποστήριξη των στρατιωτών που είχαν επαναστατικές διαθέσεις, οι εργατικές και αγροτικές μάζες της Υπερκαυκασίας έδειχναν μία καταφανή πρόθεση να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Βορρά.

Για να σωθεί η κατάσταση ήταν υποχρεωτικό να αφοπλιστούν και να διαλυθούν τα επαναστατικά στρατεύματα.

Η κυβέρνηση της Υπερκαυκασίας, σε συνεργασία με τους τσαρικούς αξιωματικούς, επεξεργάστηκε το σχέδιο αφοπλισμού του στρατού. Στη συνομωσία συμμετείχαν ο λευκός στρατηγός Πριεβάλσκυ, ο συνταγματάρχης Σατίλωφ, μελλοντικός σύντροφος στα όπλα του Βράγγελ, ο μελλοντικός υπουργός εξωτερικών της Γεωργίας Ραμισβίλι και άλλοι. Ταυτόχρονα με τα μέτρα που πάρθηκαν για τον αφοπλισμό των επαναστατικών αποσπασμάτων, αποφασίστηκε να μην αφοπλιστούν τα συντάγματα των Κοζάκων, δηλαδή τα προπύργια του Κορνίλωφ, του Καλέντιν και του Κράσνωφ. Η συνεργασία ανάμεσα στη μενσεβίκικη Γιρόνδη και την Κοζάκικη Βανδέα είχε πάρει στρατιωτική μορφή. Ο αφοπλισμός μετατράπηκε σε λεηλασία και συχνά σε σφαγή των στρατιωτών που επέστρεφαν, από ειδικά αντεπαναστατικά αποσπάσματα. Σε μερικούς σιδηροδρομικούς σταθμούς έγιναν πραγματικές μάχες, στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν θωρακισμένα τραίνα και βαρύ πυροβολικό. Χιλιάδες θυμάτων έπεσαν σ' αυτές τις μάχες, που προκλήθηκαν από τους μενσεβίκους.

Ο ευλαβής Κάουτσκυ περιγράφει τα στρατεύματα που διακατέχονταν από μπολσεβίκικες διαθέσεις σαν ανεξέλεγκτες συμμορίες που λεηλατούσαν, βίαζαν και δολοφονούσαν. Έτσι ακριβώς τα περιέγραφαν και όλα τα αντεπαναστατικά αποβράσματα. Ο Κάουτσκυ ήταν υποχρεωμένος να κρατήσει αυτή τη στάση για να μπορέσει να εμφανίσει αυτούς που ξεκίνησαν τον αφοπλισμό, τους Γεωργιανούς μενσεβίκους, σαν "ιππότες, με την πιο ευγενή έννοια της λέξης". Έχουμε πάντως στη διάθεσή μας πολύ διαφορετικά στοιχεία, τα οποία παρεμπιπτόντως. προέρχονται από τους ίδιους τους μενσεβίκους οι οποίοι τρόμαξαν από το ίδιο τους το έργο, όταν ο αφοπλισμός πήρε τη μορφή αιματηρού πογκρόμ. Στις 14 Γενάρη του 1918, ο επιφανής μενσεβίκος Τζουγκέλι δήλωνε:

Αυτός δεν ήταν αφοπλισμός αλλά λεηλασία των στρατιωτών. Αυτοί οι δυστυχισμένοι άντρες, κουρασμένοι, ανυπόμονοι να γυρίσουν στις οικογένειές τους, έβλεπαν να τους παίρνουν τα πάντα, ακόμη και τις αρβύλες τους. Την ίδια στιγμή γινόταν ευρείας κλίμακας εμπόριο. Ο πολεμικός εξοπλισμός και τα όπλα πωλούνταν σε συμμορίες ληστών. Αυτό που γινόταν ήταν αηδιαστικό. (Σλόβο, Νο 10)

Αρκετές μέρες αργότερα, ο Τζουγκέλι, ο οποίος είχε συμμετάσχει ο ίδιος στον αφοπλισμό της φρουράς της Τυφλίδας (θα ξανασυναντήσουμε αυτόν τον κύριο) κατηγορούσε τον Ραμισβίλι ότι είχε χρησιμοποιήσει τις πιο γνωστές ληστρικές ομάδες της υπερκαυκασιανής αντεπανάστασης για αυτή τη δουλειά. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πολιτικούς άνδρες, έλαβε χώρα η ακόλουθη ανταλλαγή απόψεων, την οποία νοιώθουμε υποχρέωση να παραθέσουμε:


Ν. Ραμισβίλι: Ο Τζουγκέλι είναι συκοφάντης!
Τζουγκέλι: Και ο Ραμισβίλι είναι ψεύτης!
Ραμισβίλι: (επαναλαμβάνει) Ο Τζουγκέλι είναι συκοφάντης!
Τζουγκέλι: Σε παρακαλώ να σταματήσεις να μου απευθύνεις αυτούς τους υβριστικούς χαρακτηρισμούς.
Ραμισβίλι: Δηλώνω ότι όσα είπε ο Τζουγκέλι είναι ποταποί υπαινιγμοί και ότι ο Τζουγκέλι είναι συκοφάντης!
Τζουγκέλι: Και συ είσαι δειλός και αχρείος και θα σε μεταχειριστώ έτσι που σου αξίζει!

Όπως βλέπουμε ο αφοπλισμός του στρατού δεν ήταν τόσο ιπποτικό έργο όσο θέλει να το παρουσιάσει ο Κάουτσκυ, αφού δύο άνθρωποι που μοιραζόντουσαν τις ίδιες αντιλήψεις, και συμμετείχαν ενεργά σε αυτή την υπόθεση, προσπάθησαν με αυτόν τον τόσο ελάχιστα ιπποτικό τρόπο να αποποιηθούν τις ευθύνες τους.

Δεν μπορεί πάντως κανείς να μην συμπάσχει με τον Κάουτσκυ. Δείτε που μπορεί να οδηγήσει ο υπερβάλλων ζήλος, σε συνδυασμό με μειωμένη ικανότητα αυτοσυγκράτησης. Ας παρατηρήσουμε εδώ ότι ολόκληρο το βιβλίο του Κάουτσκυ, με τον αφελώς απολογητικό του τόνο, θυμίζει έντονα τα έργα πολλών υπέργηρων Γάλλων ακαδημαϊκών για την εκπολιτιστική αποστολή του Πρίγκηπα του Μονακό, ή για τον φιλανθρωπικό ρόλο των Καραγκεόργκεβιτς. Οι υπέργηροι ακαδημαϊκοί που έχουν μπει στο περιθώριο στις ίδιες τους τις χώρες, έπαιρναν παράσημα και συντάξεις από τις ευγνωμονούσες κυβερνήσεις της εκάστοτε Αρκαδίας[40] που ανακάλυπταν. Ο Κάουτσκυ αντίθετα, απ' ότι ξέρουμε, έγινε απλά επίτιμο μέλος της εθνοφρουράς της Γεωργίας. Αυτό αποδεικνύει ότι είναι λιγότερο ιδιοτελής από τους Γάλλους ακαδημαϊκούς. Από την άλλη μεριά, αν και είναι ισάξιος τους στο βάθος της ιστορικής ανάλυσης, πρέπει να πούμε ότι υστερεί στην κομψότητα του εγκωμιαστικού ύφους.

* * *

Η ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ ήταν αποτέλεσμα της κατάρρευσης του παλιού στρατού, που είχε κλονιστεί συθέμελα από μια μακριά σειρά ηττών. Η ίδια η επανάσταση του Φλεβάρη είχε δώσει ένα γερό χτύπημα στην εσωτερική του οργάνωση. Ήταν απαραίτητο να αναδιοργανωθεί από την αρχή, να αλλαχτεί η κοινωνική του βάση και να του δοθούν νέοι στόχοι και νέες εσωτερικές σχέσεις. Την ίδια στιγμή, η απόλυτη έλλειψη συντονισμού μεταξύ λόγων και έργων, οι μεγαλόστομες επαναστατικές φράσεις που συμβάδιζαν με απουσία επιθυμίας για αλλαγή, με μια λέξη η δημοκρατική μασκαράτα του Κερένσκυ και του Τσερετέλι, τον κατέστρεψαν. Ο υπουργός πολέμου στην κυβέρνηση Κερένσκυ, στρατηγός Βερχόφσκυ, επεσήμαινε επίμονα την ανικανότητα του στρατού να συνεχίσει τον πόλεμο, και την ανάγκη να συναφθεί ειρήνη πάση θυσία. Συνέχιζαν όμως να ελπίζουν σε κάποιο θαύμα, και τόσο οι ελπίδες αυτές, όσο και οι δισταγμοί που έπαιρναν τη μορφή ενός μανιασμένου πατριωτισμού, το μόνο που έκαναν ήταν να δείχνουν πόσο απελπιστική ήταν η κατάσταση. Αποτέλεσμα αυτών ήταν το Μπρεστ-Λιτόφσκ. Οι μενσεβίκοι απαιτούσαν να συνεχίσουμε τον πόλεμο ενάντια στη Γερμανία, με την ελπίδα ότι μ' αυτό τον τρόπο θα ήταν πιο σίγουρο ότι θα σπάσουμε το σβέρκο μας. Κάτω από αυτό το αντιγερμανικό λάβαρο, ενώθηκαν με όλες τις δυνάμεις της αντίδρασης. Προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν εναντίον μας τα τελευταία απομεινάρια της πολεμικής αδράνειας του λαού. Όπως πάντα, οι Γεωργιανοί ηγέτες των μενσεβίκων ήταν στην πρώτη γραμμή σ' αυτό τον αγώνα.

Η σύναψη της ειρήνης του Μπρεστ-Λιτόφσκ έδωσε την αφορμή για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Υπερκαυκασίας. (22 Απριλίου 1918). Κρίνοντας από την προηγούμενη πατριωτική ρητορική, θα πίστευε κανείς ότι ο στόχος ήταν η συνέχιση του πολέμου ενάντια στην Τουρκία και τη Γερμανία. Στην πραγματικότητα, ο επίσημος αποχωρισμός της Υπερκαυκασίας από τη Ρωσία υπαγορεύτηκε από την επιθυμία να δημιουργηθούν συνθήκες που να δικαιολογούν νομικά την ξένη επέμβαση. Με τη βοήθεια της επέμβασης οι μενσεβίκοι, και όχι αδικαιολόγητα, υπολόγιζαν να διατηρήσουν το αστικοδημοκρατικό καθεστώς στην Υπερκαυκασία και αργότερα να δώσουν ένα χτύπημα στο σοβιετικό Βορρά.

Όχι μόνο τα κόμματα των αστών και των μεγάλων γαιοκτημόνων που ήταν συνασπισμένα με τους μενσεβίκους, αλλά ακόμη και οι ίδιοι οι ηγέτες των Γεωργιανών μενσεβίκων μιλούσαν και έγραφαν για την πάλη ενάντια στον παν-ρωσικό μπολσεβικισμό σαν τον βασικό λόγο για τον αποχωρισμό της Υπερκαυκασίας. Στις 25 Απριλίου, ο Τσερετέλι μιλώντας στο Σέιμ (κοινοβούλιο) της Υπερκαυκασίας, είπε: "Όταν ο μπολσεβικισμός σήκωσε κεφάλι στη Ρωσία, όταν αυτό το δολοφονικό χέρι υψώθηκε ενάντια στη ζωή του κράτους, πολεμήσαμε εκεί ενάντιά του με όλες μας τις δυνάμεις. . . Πολεμήσαμε ενάντια στους δολοφόνους της κυβέρνησης. Με την ίδια αυτοθυσία θα πολεμήσουμε ενάντια στους δολοφόνους του έθνους." (παρατεταμένα χειροκροτήματα). Με την ίδια αυτοθυσία ... και την ίδια επιτυχία.

Αφήνουν αυτά τα λόγια την παραμικρή σκιά αμφιβολίας για το πώς κατανοούσαν οι μενσεβίκοι τα καθήκοντα της "ανεξάρτητης" Υπερκαυκασίας; Όχι σαν τη δημιουργία μιας ιδανικής σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, ιερής και ουδέτερης, ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και την Κασπία, αλλά σαν τον αγώνα ενάντια στους δολοφόνους μιας κυβέρνησης (αστικής), ενάντια στους μπολσεβίκους, με σκοπό την επανεγκαθίδρυση του αστικοδημοκρατικού "έθνους", στα πλαίσια των παλιών κρατικών δομών. Ολόκληρη η ομιλία του Τσερετέλι, από την οποία παραθέσαμε ένα απόσπασμα, δεν είναι παρά μία επανάληψη αυτών των αξιοθρήνητων γενικοτήτων τις οποίες ακούσαμε δεκάδες φορές στην Πετρούπολη. Ο πρόεδρος της "ιστορικής" αυτής συνεδρίασης του Σέιμ της Υπερκαυκασίας, ήταν ο ίδιος Τσχεϊτζέ που, σαν μόνιμος πρόεδρος, πάνω από μια φορά έκλεισε τα στόματα των μπολσεβίκων στην Πετρούπολη. Με μία διαφορά πάντως, πως ότι έκαναν στο Βορρά in folio, εδώ το έκαναν in octavo - με την ίδια αυτοθυσία και την ίδια επιτυχία.

Η πρακτική άρνηση να αναγνωρίσουν τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, έφερε αμέσως την Υπερκαυκασία σαν "κράτος" σε απελπιστική θέση, γιατί έλυνε τα χέρια των Τούρκων και των συμμάχων τους. Μέσα σε μερικές βδομάδες η κυβέρνηση της Υπερκαυκασίας εκλιπαρούσε την Τουρκία να αποδεχτεί σα βάση τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Αλλά η Τουρκία δεν τα άκουγε αυτά. Οι πασάδες και οι Γερμανοί στρατηγοί έγιναν οι αναμφισβήτητοι κυρίαρχοι της κατάστασης. Το βασικό πάντως είχε επιτευχθεί: με τη βοήθεια ξένων στρατευμάτων, η επανάσταση είχε προσωρινά καταπνιχθεί και η πτώση του αστικού καθεστώτος είχε αναβληθεί.

Με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Υπερκαυκασίας. (22 Απριλίου 1918), και χωρίς να συμβουλευτούν τον πληθυσμό, οι Γεωργιανοί μενσεβίκοι όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, ανήγγειλαν την έλευση μιας καινούριας εποχής αδελφοσύνης ανάμεσα στις διαφορετικές φυλές του κράτους, στη βάση της δημοκρατίας. Κι όμως, καλά-καλά δεν είχε εγκαθιδρυθεί η δημοκρατία, και κατέρρευσε. Το Αζερμπαϊτζάν αναζήτησε τη σωτηρία του στους Τούρκους, η Αρμενία φοβόταν τους Τούρκους περισσότερο από κάθε τι άλλο, η Γεωργία ζήτησε την προστασία της Γερμανίας. Μέσα σε πέντε βδομάδες από την επίσημη ανακήρυξή της, η Υπερκαυκασιανή δημοκρατία είχε διαλυθεί. Η δημοκρατική δημαγωγία στην κηδεία της δεν ήταν λιγότερο ένθερμη απ' ότι στη γέννησή της. Αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι μικροαστοί δημοκράτες απέδειξαν την παντελή ανικανότητά τους να ξεπεράσουν τις εθνικές τριβές και να εναρμονίσουν τα εθνικά συμφέροντα. Στις 26 Μαΐου 1919, πάλι χωρίς να συμβουλευτούν τον πληθυσμό, μια ανεξάρτητη Γεωργία ανακηρύχτηκε σαν κομμάτι της Υπερκαυκασίας. Καινούρια πλημμύρα δημοκρατικής πολυλογίας. Μόλις πέντε μήνες πέρασαν, και ανάμεσα στη δημοκρατική Γεωργία και την εξίσου δημοκρατική Αρμενία ξέσπασε πόλεμος για ένα κομμάτι αμφισβητούμενου εδάφους. Και στις δύο μεριές ακουγόντουσαν μεγαλόστομες ομιλίες για τα ανώτερα ιδανικά του πολιτισμού και την ύπουλη επίθεση του εχθρού. Ο Κάουτσκυ δε λέει κουβέντα για αυτό το "δημοκρατικό" αρμενο-γεωργιανό πόλεμο. Κάτω από την ηγεσία του Ζορντάνια, του Τσερετέλι και των Αρμένιων και Τατάρων ομοίων τους, η Υπερκαυκασία μετατράπηκε σε μιά δεύτερη Βαλκανική, όπου οι εθνικές σφαγές και ο δημοκρατικός τσαρλατανισμός άνθισαν σε εξίσου υψηλό βαθμό. Σ' όλη τη διάρκεια αυτών των ξεδιάντροπων αμφιταλαντεύσεων και των αιματηρών επιθέσεων, οι Γεωργιανοί μενσεβίκοι εφάρμοζαν απαρέγκλιτα την ιδέα που τους οδηγούσε: τον αδυσώπητο αγώνα ενάντια στη μπολσεβίκικη "αναρχία".

Η ανεξαρτησία της Γεωργίας έκανε δυνατό, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, έκανε απαραίτητο για τους μενσεβίκους να κάνουν ξεκάθαρη τη θέση τους απέναντι στον αγώνα της σοβιετικής δημοκρατίας ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Η απάντηση του Ζορντάνια σ' αυτό το ζήτημα δε θα μπορούσε να είναι καθαρότερη.

"Η κυβέρνηση της Γεωργίας πληροφορεί τον πληθυσμό", διαβάζουμε σε μια επίσημη ανακοίνωση της 13ης Ιουνίου του 1918, "ότι τα γερμανικά στρατεύματα που έφτασαν στην Τυφλίδα ήρθαν κατόπιν πρόσκλησης της ίδιας της Γεωργίας, και ότι ο σκοπός τους είναι, με την πλήρη συμφωνία της προαναφερθείσας κυβέρνησης, να υπερασπίσουν τα σύνορα του Γεωργιανού δημοκρατικού κράτους. Μέρος αυτών των στρατευμάτων έχουν ήδη αποσταλεί στη περιοχή του Μπορτσαλίνσκ με σκοπό να την καθαρίσουν από τις ληστρικές συμμορίες" (στην πραγματικότητα για έναν ανεπίσημο πόλεμο ενάντια στο δημοκρατικό Αζερμπαϊτζάν, πάλι γύρω από μία αμφισβητούμενη περιοχή).

Ο ευλαβής Κάουτσκυ αφήνει να φανεί ότι οι Γερμανοί προσκλήθηκαν αποκλειστικά ενάντια στους Τούρκους, και ότι πέρα από αυτό, η Γεωργία διατήρησε την πλήρη ανεξαρτησία της. Ακόμη και αν μπορούσε κανείς να δεχτεί ότι ο στρατηγός Φον Κρες προσκλήθηκε για να κάνει το φρουρό των θεσμών της δημοκρατικής Γεωργίας, θα πρέπει παράλληλα να παραδεχτεί ότι δεν ήταν καθόλου κατάλληλος γι' αυτό το ρόλο. Αλλά δεν πρέπει να υπερτιμάμε την αφέλεια των δημοκρατών που τον κάλεσαν. Ο ρόλος των γερμανικών στρατευμάτων στις χώρες των συνόρων της Ρωσίας στη διάρκεια του 1918 ήταν τελείως συγκεκριμένος. Στη Φιλανδία έδρασαν σαν εκτελεστές της εργατικής επανάστασης, στις χώρες της Βαλτικής το ίδιο. Πέρασαν μέσα απ' όλη την Ουκρανία, τσακίζοντας τα σοβιέτ, σφάζοντας τους κομουνιστές και αφοπλίζοντας τους εργάτες και τους αγρότες. Ο Ζορντάνια δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι θα έμπαιναν στη Γεωργία με κάποιον άλλο σκοπό. Μα ήταν ακριβώς γι' αυτό το λόγο που οι μενσεβίκοι κάλεσαν τα στρατεύματα των αδάμαστων Χοενζόλλερν. Αυτά τα στρατεύματα είχαν, σε σχέση με τα τούρκικα, το πλεονέκτημα της πειθαρχίας. "Είναι δύσκολο να πει κανείς ποια απειλή είναι για μας χειρότερη, η μπολσεβίκικη ή η τουρκική", δηλώνει στις 28 Απριλίου 1918 ο επίσημος εισηγητής στο Σέιμ της Υπερκαυκασίας, ο μενσεβίκος Ονεασβίλι. Για το ότι η μπολσεβίκικη απειλή ήταν απείρως χειρότερη από τη γερμανική, δε φαινόταν να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Δεν το έκρυβαν στους λόγους τους, και το απέδειχναν στην πρακτική τους. Όταν είχαν τα πόστα των υπουργών σε μια παν-ρωσική κυβέρνηση, οι Γεωργιανοί μενσεβίκοι μας κατηγορούσαν ότι βρισκόμαστε σε συμμαχία με το γερμανικό γενικό επιτελείο, και μας παρέδιδαν στα τσαρικά δικαστήρια με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Αργότερα δήλωναν ότι η ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, που άνοιγε τις "πύλες της επανάστασης" στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, ήταν προδοσία της Ρωσίας. Ακριβώς με αυτή την κραυγή καλούσαν στην ανατροπή των μπολσεβίκων. Όμως, όταν ένοιωσαν το έδαφος της επανάστασης να παραγίνεται καυτό κάτω από τα πόδια τους, απέσπασαν την Υπερκαυκασία από τη Ρωσία και αργότερα τη Γεωργία από την Υπερκαυκασία, ανοίγοντας πραγματικά με αυτό τον τρόπο "τις πύλες της δημοκρατίας" στα στρατεύματα του Κάιζερ. Μετά την ήττα της Γερμανίας, όπως θα δούμε, επανέλαβαν τους ίδιους λόγους και τις ίδιες χειρονομίες προς τη νικηφόρα Αντάντ.

Σε αυτό το ζήτημα, όπως και σε όλα τα άλλα, η πολιτική των μενσεβίκων ήταν απλά μια αντανάκλαση της πολιτικής της ρώσικης αστικής τάξης. Η τελευταία, στο πρόσωπο των καντέ (Μιλιούκωφ), ήρθε σε συμφωνία με τις γερμανικές κατοχικές αρχές της Ουκρανίας, και μετά την ήττα της Γερμανίας έστειλε τους ίδιους καντέ στην αγκαλιά της Αντάντ, σαν άσωτους υιούς που, παρά τα ζιγκ-ζαγκ του δρόμου που ακολούθησαν, δεν έχασαν από τα μάτια τους αυτό που ήταν τόσο γι' αυτούς όσο και για την Αντάντ το κύριο ζήτημα: ο αγώνας ενάντια στους μπολσεβίκους.

Αυτός ήταν ο λόγος που η Αντάντ τόσο εύκολα τους άνοιξε την καρδιά της και, πράγμα σημαντικότερο, τα χρηματοκιβώτια της. Αυτός ήταν ο λόγος που ο υπουργός της εποχής του πολέμου, Χέντερσον, που είχε συναδελφωθεί με τον υπουργό της εποχής του πολέμου, Τσερετέλι, στην Πετρούπολη, τον ξαναχαιρέτιζε σαν σύντροφο στα όπλα, αφού ο τελευταίος είχε αφήσει την αγκαλιά του στρατηγού των Χοενζόλλερν Φον Κρες. Ζιγκ-ζαγκ, αντιφάσεις, προδοσίες - αλλά πάντα ενάντια στην επανάσταση του προλεταριάτου.

Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1918, ο Ζορντάνια έστειλε γραπτή διαβεβαίωση στον Φον Κρες όπου έλεγε: "Δεν είναι προς το συμφέρον μας να μειώσουμε το κύρος της Γερμανίας στον Καύκασο". Μέσα σε δύο μήνες άνοιγε τις πύλες στα βρετανικά στρατεύματα.

Προηγήθηκαν διαπραγματεύσεις, που στόχευαν κυρίως στο να εξηγήσουν και να πείσουν τους Βρετανούς ότι η σχέση ανάμεσα στο Γερμανό στρατηγό Φον Κρες και τους Γεωργιανούς δημοκράτες δεν ήταν παρά γάμος σκοπιμότητας και ότι η πραγματική γαμήλια τελετή δεν θα γινόταν παρά με τον Βρετανό στρατηγό Γουώκερ. Στις 15 Δεκεμβρίου, ο παλιός μενσεβίκος Τοπουρίτζε, εκπρόσωπος της κυβέρνησης στο Μπατούμι, απαντώντας στις ερωτήσεις της αποστολής της Αντάντ, είπε, όπως δήλωσε ο ίδιος: "Θεωρώ ότι η δημοκρατία μας θα συνεργαστεί με τους συμμάχους στον αγώνα τους ενάντια στους μπολσεβίκους με όλες της τις δυνάμεις". Ο ίδιος Τοπουρίτζε ανέφερε στο Βρετανό πράκτορα Ουέμπστερ, ότι "δίνοντας βοήθεια στους Βρετανούς στον Καύκασο στον αγώνα ενάντια στους μπολσεβίκους, η Γεωργία δε θα κάνει τίποτα άλλο από το καθήκον της".

Αφού ο Βρετανός στρατηγός Τζόρνταν εξήγησε ότι η αποβίβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Γεωργία γινόταν "σύμφωνα με το γενικό σχέδιο για την επιβολή της διεθνούς ειρήνης και τάξης", δηλαδή για να καταπνίξει τους μπολσεβίκους σε παν-ρωσική κλίμακα, και για να καθυποτάξει όλους τους λαούς της Ρωσίας στο ναύαρχο Κολτσάκ[41], ο Γκεγκετσκόρι πληροφόρησε το στρατηγό Τζόρνταν ότι, "η γεωργιανή κυβέρνηση, εμποτισμένη με την επιθυμία να δουλέψει σε αρμονία με τους συμμάχους για την πραγματοποίηση των αρχών του δικαίου που έχουν διακηρύξει, δίνει τη συγκατάθεσή της στην αποβίβαση των στρατευμάτων". Με άλλα λόγια, μεταφέροντας την υποταγή τους από τους Γερμανούς στην Αντάντ, οι ηγέτες των Γεωργιανών μενσεβίκων αγνόησαν την παλιά συμβουλή του Ρώσου ποιητή:

Μάθετε, κόλακες, και μέσα στη χαμέρπεια
να διατηρείτε μια σκιά από αξιοπρέπεια

Θυμάμαι καλύτερα απ' όσο θα 'θελα το τραπέζι των διαπραγματεύσεων στο Μπρεστ-Λιτόφσκ. Θυμάμαι πολύ καλά αυτούς που καθόντουσαν σ' αυτό το τραπέζι - το Βαρώνο Κύλμαν, το στρατηγό Χόφμαν και τον κόμη Τσέρνιν. Αλλά θυμάμαι ακόμη πιο καθαρά τους αντιπρόσωπους των Ουκρανών μικροαστών δημοκρατών, που επίσης αποκαλούσαν τους εαυτούς τους σοσιαλιστές, και των οποίων το πολιτικό επίπεδο ήταν ανάλογο με αυτό των Γεωργιανών μενσεβίκων. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αυτοί, πίσω από τις πλάτες μας, έκαναν συμμαχία με τους φεουδάρχες εκπρόσωπους της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας. Και έπρεπε να δει κανείς πώς ζάρωναν μπροστά τους, πώς κουνούσαν τις ουρές τους και κοίταζαν με θαυμασμό και λατρεία στα μάτια τους καινούριους τους αφέντες, και με τι υπεροψία και περιφρόνηση κοίταζαν εμάς, τους απομονωμένους εκπρόσωπους του προλεταριάτου, στις συζητήσεις του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Ξέρω πώς αυτοί οι μενσεβίκοι

εξευμενίζουν κάθε πάθος,
που επαναστατεί στη φύση των αφεντικών τους
ρίχνουνε λάδι στη φωτιά, χιόνι στις πιο ψυχρές διαθέσεις τους.
Αποστατούν, συγκατατίθενται,
γυρνούν τα ράμφη τους όπως οι αλκυόνες
με των κυρίων τους κάθε δισταγμό και θύελλα
σαν τα σκυλιά μην ξέροντας, παρά ν' ακολουθάνε[42]

Τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων ήταν γεμάτα δοκιμασίες. Αλλά δε θυμάμαι στιγμές πιο δύσκολες, πιο αφόρητες από τότε που, κόκκινοι από ντροπή, είμαστε αναγκασμένοι να αναπνέουμε μία ατμόσφαιρα ατιμίας, έλλειψης αξιοπρέπειας και εξαχρείωσης που απέπνεαν οι μικροαστοί δημοκράτες οι οποίοι, στον αγώνα τους ενάντια στο προλεταριάτο, υποκλινόντουσαν μπροστά στους εκπροσώπους της φεουδαρχίας και του καπιταλιστικού κόσμου. Και μήπως ο Γεωργιανοί μενσεβίκοι, λέξη προς λέξη, γράμμα προς γράμμα, δεν έκαναν ακριβώς το ίδιο πράγμα;


Σημειώσεις

[31] Georgien, Eine Sozialdemokratische Bauernrepublik, Βιέννη, 1920. "Δεν είδα τίποτα", λέει ο Κάουτσκυ, "εκτός από αυτά που μπορούσαν να ειδωθούν από το παράθυρο του τραίνου ή στην Τυφλίδα. Σε αυτό πρέπει να προσθέσω ότι αγνοώ τη γεωργιανή και τη ρώσικη γλώσσα." Παραπέρα δηλώνει "οι κομουνιστές με απέφευγαν". Θα έπρεπε να προσθέσει παραπέρα ότι οι φιλόξενοι μενσεβίκοι ξεγελούσαν το σεβάσμιο φιλοξενούμενό τους σε κάθε βήμα, πράγμα που ο ίδιος ηθελημένα διευκόλυνε. Το αποτέλεσμα του συνδυασμού αυτών των ευτυχών περιστάσεων ήταν η κυκλοφορία αυτής της μπροσούρας, η οποία αποτελεί άξια θεωρητική κορύφωση της διεθνούς καμπάνιας ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. (Λ.Τ.)

[32] Ο Κάουτσκυ εισάγει σύγχυση και μπερδεύει τα γεγονότα ακόμη και όταν δεν το απαιτεί ο υψηλός του σκοπός: έτσι δηλώνει ότι ο Τσχεϊτζέ και ο Τσερετέλι ήταν επικεφαλής του σοβιέτ της Πετρούπολης το 1905. Στην πραγματικότητα, κανείς στην Πετρούπολη εκείνη την εποχή δεν γνώριζε καν την ύπαρξή τους. (Λ.Τ.)

[33] Μπιουκάναν, σερ Τζώρτζ: Πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στη Ρωσία από το 1910 ως το 1918. Υπέρμαχος της επέμβασης. (σ.τ.μ.) Πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στη Ρωσία από το 1910 ως το 1918. Υπέρμαχος της επέμβασης. (σ.τ.μ.)

[34] Καντέ: Κόμμα των "συνταγματικών δημοκρατών", ονομάστηκε έτσι από τα αρχικά του στα ρώσικα. Το κύριο αστικό κόμμα στη Ρωσία, ζητούσε από τον τσάρο μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν επιθυμούσε την ανατροπή του τσαρισμού, φοβούμενο σωστά ότι αυτή θα οδηγούσε σε εξελίξεις που θα έθεταν σε κίνδυνο το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Συμμετείχε σε διάφορες κυβερνήσεις συνασπισμού με τους μενσεβίκους και τους σοσιαλεπαναστάτες ανάμεσα στις επαναστάσεις του Φλεβάρη και του Οχτώβρη του 1917. Κύριος εκπρόσωπός του ήταν ο Μιλιούκοφ. (σ.τ.μ.)

[35] Ντενίκιν, στρατηγός Αντόν Ιβάνοβιτς (1872-1947): Τσαρικός αξιωματικός. Μετά την επανάσταση του Φλεβάρη 1917 έγινε διοικητής του δυτικού, και μετά του νοτιο-δυτικού μετώπου. Συμμετείχε στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Κορνίλωφ και φυλακίστηκε. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, διέφυγε στην περιοχή του Ντον όπου μαζί με τον Αλεξέγιεφ και τον Κορνίλωφ συγκρότησαν τον αντεπαναστατικό "Εθελοντικό Στρατό". Μετά το θάνατο του Κορνίλωφ ανέλαβε τη Διοίκηση του Εθελοντικού Στρατού. Στα τέλη του 1918 δέχτηκε τη βοήθεια των Αγγλο-Γάλλων που τον εξόπλισαν και τον βοήθησαν να συγκεντρώσει κάτω από τις διαταγές του όλες τις αντεπαναστατικές δυνάμεις του Νότου. Από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβρη του 1919 πέτυχε να καταλάβει σχεδόν ολόκληρη την Ουκρανία. Από το τέλος του Οκτώβρη του 1919 ξεκίνησε η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού. Μέχρι το τέλος του χρόνου ο στρατός του είχε σχεδόν διαλυθεί. Το Μάρτη του 1920 παραιτήθηκε, παραδίδοντας τα ηνία στον Βράγγελ, και αποσύρθηκε αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στις ΗΠΑ. (σ.τ.μ.)

[36] Βράγγελ, στρατηγός Πιοτρ Νικολάγιεβιτς (1878-1928): Γερμανικής καταγωγής στρατηγός του τσαρικού στρατού. Στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου που ακολούθησε την Οκτωβριανή επανάσταση πολέμησε στο πλευρό του Ντενίκιν ενάντια στη σοβιετική εξουσία. Μετά την ήττα του Ντενίκιν τον διαδέχτηκε και, με τη βοήθεια των Γεωργιανών μενσεβίκων και των δυνάμεων της Αντάντ, συνέχισε τον πόλεμο μέχρι το Φθινόπωρο του 1920, οπότε ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την Κριμαία και υποχρέωσε τον Βράγγελ και τα υπολείμματα των δυνάμεών του να διαφύγουν, με τη βοήθεια πλοίων της Αντάντ, προς την Κωνσταντινούπολη και τη Βαλκανική. (σ.τ.μ.)

[37] Βανδέα: Περιοχή της νοτιοδυτικής Γαλλίας, με πρωτεύουσα την Νάντ, που απετέλεσε το προπύργιο της αντεπανάστασης κατα τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και τις επόμενες δεκαετίες. (σ.τ.μ.)

[38] Γιρόνδη: Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, η μετριοπαθής πτέρυγα της εθνοσυνέλευσης ονομάστηκε "Γιρόνδη" και τα μέλη της "γιρονδίνοι", επειδή πολλοί από τους εκπροσώπους της (Βερνιό, Γκαντέ, Ζονσονέ) καταγόντουσαν από την περιοχή αυτή. Οι γιρονδίνοι, που αρχικά ήταν μέλη της λέσχης των γιακομπίνων, κυριαρχούσαν στη νομοθετική εθνοσυνέλευση. (1791-92). Η πρώτη σύγκρουσή τους με την αριστερή πτέρυγα (τους "ορεινούς") έγινε στο θέμα του πολέμου ενάντια στην Αυστρία, που οι ορεινοί δεν ήθελαν. Όταν ο πόλεμος πήρε άσχημη τροπή, οι γιρονδίνοι ετοιμάστηκαν να εγκαταλείψουν το Παρίσι. Οι ορεινοί (Ροβεσπιέρος, Μαρά, Σεν-Ζυστ, Κουτόν, Νταντόν), κατανοώντας ότι από το Παρίσι εξαρτάται το μέλλον της επανάστασης, επέμειναν με επιτυχία στην υπεράσπισή του. Δεύτερο σημείο τριβής ήταν η μοίρα της βασιλείας: Οι γιρονδίνοι ήθελαν τη διατήρησή της, οι ορεινοί συμμετείχαν στην εξέγερση της 10ης Αυγούστου που οδήγησε στην ανακύρηξη της Δημοκρατίας. Από τη στιγμή αυτή ξεκίνησε μια λυσσαλέα πάλη ανάμεσα στις δύο πλευρές που τελείωσε στις 31 Μαίου-2 Ιουνίου 1793 όταν, σαν αποτέλεσμα μίας καινούριας εξέγερσης, συνελήφθησαν 29 εκπρόσωποί τους και αποπέμφθηκαν από τη Συμβατική Εθνοσυνέλευση οι υπόλοιποι. Κάποιες απόπειρές των γιρονδίνων να οργανώσουν στις επαρχίες εξεγέρσεις ενάντια στην Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας (την επαναστατική κυβέρνηση) καταπνίγηκαν και οδήγησαν στην εκτέλεση των ηγετών τους τον Οχτώβρη του 1793. Σε γενικές γραμμές, ενώ τόσο οι ορεινοί όσο και οι γιρονδίνοι ανήκαν σε μικροαστικά στρώματα, η πολιτική των γιρονδίνων αντανακλούσε την πίεση των γαιοκτημόνων και των ευγενών αστών, ενώ οι ορεινοί, που στην πλειοψηφία τους προερχόντουσαν από το Παρίσι, βρισκόντουσαν πιο κοντά στους τεχνίτες και τους εργάτες της πόλης. (σ.τ.μ.)

[39] Κορνίλωφ, στρατηγός Λαβρ Γκεοργκίεβιτς (1870-1918): Τσαρικός στρατηγός. Τον Ιούλιο του 1917, διορίστηκε αρχηγός του στρατού από τον Κερένσκυ. Τον Αύγουστο έκανε ένα αποτυχημένο αντεπαναστατικό πραξικόπημα που κατέληξε σε φιάσκο και άνοιξε το δρόμο για την Οκτωβριανή επανάσταση. Συνελήφθη και φυλακίστηκε. Το Νοέμβριο του 1917 απέδρασε και κατέφυγε στο Ντον όπου ανέλαβε τη διοίκηση του υπο δημιουργία αντεπαναστατικού στρατού. Σκοτώθηκε τον Απρίλη του 1918 στην επίθεση κατά του Εκατερινοντάρ. (σ.τ.μ.)

[40] Ο όρος "Αρκαδία" χρησιμοποιείται διεθνώς για να περιγράψει έναν μυθικό ποιμενικό παράδεισο. (σ.τ.μ.)

[41] Κολτσάκ, ναύαρχος Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς (1873-1920): Τσαρικός ναύαρχος, Μετά την επανάσταση του Οχτώβρη, με την υποστήριξη των Άγγλων, Γάλλων και Αμερικάνων, αυτοανακυρήχθηκα ανώτατος ηγέτης της Ρωσίας, και ηγήθηκε της αντεπαναστατικής κυβέρνησης με βάση το Ομσκ της Σιβηρίας. Απωθήθηκε από τον Κόκκινο Στρατό, συνελήφθη και εκτελέστηκε στο Ιρκούτσκ στις 6 Φεβρουαρίου του 1920. (σ.τ.μ.)

[42] Απόσπασμα από το Βασιλιά Ληρ του Σαίξπηρ (σ.τ.μ.)