του Δημήτρη Χαροντάκη
Μία από τις άγνωστες ώς τώρα πλευρές του
μικρασιατικού πολέμου –κι όχι τυχαία, αφού
δεν υπάρχει το απαιτούμενο αρχειακό υλικό,
αλλά και οι μαρτυρίες είναι εξαιρετικά
περιορισμένες– είναι οι χειρόγραφες
εφημερίδες που εκδίδονταν, οι περισσότερες
νομίμως, από τους στρατιώτες στο Μέτωπο.
Πρόκειται για μία όντως άγνωστη, εν πολλοίς,
πλευρά της ελληνικής εκστρατείας στην
Μικρά Ασία, αλλά ωστόσο εξαιρετικά
σημαντική. Και τούτο για δύο λόγους:
* πρώτον,
καταδεικνύει το κλίμα, τις διαθέσεις και το
ηθικό που επικρατούσε στον ελληνικό στρατό,
των χιλιάδων εκείνων ανθρώπων που κλήθηκαν
να υλοποιήσουν το αίτημα της «Μεγάλης Ιδέας»
του ελληνικού κεφαλαίου της διασποράς,
πολεμώντας ορισμένοι μάλιστα από το 1916, και
*
δεύτερον, αποκαλύπτει το έδαφος στο οποίο
έδρασε μία χούφτα –όχι περισσότεροι από 200
αγωνιστές– κομμουνιστών στρατιωτών
εναντίον του πολέμου. Παρά το μικρό αριθμό
τους, η αντιπολεμική δράση τους είχε μεγάλο
μερίδιο στην ήττα του ελληνικού
ιμπεριαλισμού.
Το
αρχειακό υλικό, λοιπόν, που υπάρχει είναι
ελάχιστο, αλλά ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο,
ακόμη πιο σπουδαίο. Στις συλλογές του Ε.Λ.Ι.Α.
βρίσκεται ένας μικρός αριθμός χειρόγραφων
εφημερίδων. Συγκεκριμένα υπάρχουν:
Πυρ, Σατυρική
Εφημερίς 43ου Πεζικού Συντάγματος, αρ.
φύλλων 4 και 5 (12/6/1922 και 19/6/1922).
Αραμπάς, Η
Επιθεώρησις του Μετώπου, αρ. φύλλου 7-8
(3/4/1922).
Η Φούντα, 5/42
Σύνταγμα Ευζώνων. Στρατηγείον Β΄ Σώματος
Στρατού, 3 φύλλα: 24/4/1922, 19/6/1922, 3/7/1922.
Η Λόγχη, Β΄ Σώμα
Στρατού 4 φύλλα: (16/4/1922, 7/5/1922, 14/5/1922, 28/5/1922).
Το
Τσαρούχι, ΧΙΙΙ Μεραρχία Επιτελείον αρ.
φύλλου 20 (15/5/1922).
Εξαιρετικά
σπάνια και πολύτιμη για την ιστορία του
τύπου του Μετώπου είναι η μαρτυρία του
δημοσιογράφου Κ.Θ. Παπαλεξάνδρου, που
δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Ελληνικά Γράμματα που εξέδιδαν οι Κ.
Μπαστιάς και Β. Μαλατάκης, στο τεύχος 41 (έτος
Γ΄, τόμ. Δ΄), στις 15 Φεβρουαρίου 1929.
Ο
Παπαλεξάνδρου εκτιμά πως το σύνολο των
εφημερίδων ήταν «καμιά
εικοσαριά υπολογίζω απ’ όσα στοιχεία
κατέχω». Ο ίδιος αναφέρει τους τίτλους: Αρβύλλα,
Φούντα, Αραμπάς,
Εφημερίς των
Χαρακωμάτων, Καραβάνα,
Φερετζές, Σούσουρο,
Φορείον, Μανιβέλα, Τσαρούχι
της ΧΙΙI
Μεραρχίας και Τσαρούχι
του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων, Σκαπάνη
της Διλοχίας Μηχανικού, Πυρ,
Καρακάξα της ΙV
Μεραρχίας, Σαγγάριος του 46 Συντάγματος Πεζικού
και Λόγχη. Σύνολο 16 εφημερίδες.
Συμπληρώνει όμως ότι «βέβαια
θα βγήκαν κι άλλες, μα εγώ τουλάχιστο δεν
ανακάλυψα τα ίχνη τους». Αξίζει να
σημειωθεί ότι την ύπαρξη των εφημερίδων Τσαρούχι
του 2/39 Συντάγματος Ευζώνων, Σκαπάνη
της Διλοχίας Μηχανικού, Καρακάξα
της IV
Μεραρχίας, Σαγγάριος
του 46 Συντάγματος Πεζικού, που αναφέρει ο
Παπαλεξάνδρου, τις γνωρίζει από τις
αναφορές που κάνει σ’ αυτές (εξαγγελίες κ.λπ.)
η Αρβύλλα.
Από
άλλες μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι ο
συνεκδότης της Φούντας,
ο γνωστός αγωνιστής (και δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη
αρχικά και της Καθημερινής
αργότερα) που χάθηκε πρόωρα το 1929 στο
ατύχημα της κατάρρευσης του καφενείου «Πανελλήνιον»,
Γιώργης Νίκολης (ο δεύτερος εκδότης της Φούντας
ήταν ο επίσης μετέπειτα δημοσιογράφος Θ.
Μαλαβέτας), εξέδιδε, μάλλον παράνομα, και
την Μπολσεβία (περιοδικό
Σπάρτακος τεύχος 8-9,
Φλεβάρης–Μάρτης 1931). Στη Σμύρνη η ομάδα που
είχε συγκροτήσει ο Παντελής Πουλιόπουλος
εξέδιδε παράνομα τον Κόκκινο
Φρουρό με τον πολύγραφο του Συντάγματος
των τηλεγραφητών, όπως επίσης και το Μποεμιό,
από τον οποίο κυκλοφόρησαν 2-3 φύλλα και ήταν
μάλλον νόμιμος (Κ. Καστρίτης, Ιστορία του Μπολσεβικισμού–Τροτσκισμού
στην Ελλάδα, Αθήνα, Εργατική Πρωτοπορία, χ.χ.).
Σύνολο δηλαδή 19 εφημερίδες.
Εξάλλου,
μια από τις σπουδαιότερες παρατηρήσεις που
κάνει ο Παπαλεξάνδρου είναι πως στις
εφημερίδες του Μετώπου «Πατριωτικό
αίσθημα αγνό, πηγαίο δε συναντά κανείς,
κάπου-κάπου προβάλλει κάποια νότα
πατριωτισμού, ψυχρή όμως, ξέθωρη,
ρουτινιέρικη σαν “κατ’ επιταγήν”». Η
διαπίστωση αυτή καταγράφει ουσιαστικά το
έδαφος πάνω στο οποίο βασίστηκε η
αντιπολεμική προπαγάνδα των κομμουνιστών
στρατιωτών και εξηγείται το σημαντικό
αποτέλεσμα που είχε, δυσανάλογο φυσικά με
τον μικρό τους αριθμό.
Ας
εξετάσουμε όμως πότε εκδόθηκαν αυτές οι
εφημερίδες και για ποιο λόγο. Ο
Παπαλεξάνδρου αναφέρει συγκεκριμένα «Από
την πλήξη και την ανία εφύτρωσαν κ΄ οι
εφημερίδες του Μικρασιατικού Μετώπου στα
1921- 22. Σκεφθήτε: Είχε γυρίσει ο στρατός από
την εκστρατεία του Σαγγαρίου κ΄
εγκαταστάθηκε σε μόνιμες κατασκηνώσεις.
Πολεμικές επιχειρήσεις δε γινότανε παρά
αργά και πού, στα προχωρημένα φυλάκια
μερικές αψιμαχίες, και στα μετόπισθεν
συμπλοκές με τους Τσέτες. Γυμνάσια δεν
έκαναν. Τι γυμνάσια να κάνουν στρατιώτες,
που φορούσανε το χακί πέντε και δέκα χρόνια
κ΄ είχανε πάει εκστρατείες κ΄ εκστρατείες;
Εφημερίδες από την Αθήνα έφθαναν αργά και
πού: Τις εκρατούσαν στα μετόπισθεν. Και τι
να διαβάση κανείς; Ερχόντανε σαν από άλλο
κόσμο. Γράμματα λιγώτερα. Τόσα χρόνια όσοι
ήτανε στο Μέτωπο είχανε ξεχαστεί από δικούς
και φίλους, κ΄ οι ίδιοι ξεχάσανε τα σπίτια
τους: είχανε πια μάνα, πατέρα, γυναίκα,
παιδιά; Εζούσαν σαν άποικοι σ’ ένα έρημο
νησί. Κ΄ η πλήξη μεγαλύτερη γιατί δεν είχανε
δουλειά κ΄ έλειπεν η γυναίκα, εχτός από
μερικές “δημόσιες” στα μετόπισθεν –κινητά
χαμαιτυπεία να πούμε– συντρίμμια σωματικά
και ηθικά για να φτάσουν ώς τα βάθη της
Μικρασίας να εμπορευτούνε τη σάρκα τους κι
αν περνούσε καμιά φορά κανένας θίασος,
μπουλούκι δηλαδή ηθοποιών, που νάχη και
θηλυκό προσωπικό – να ξεχαζευτούνε τα
παιδιά κοιτώντας φουστάνι. Γιατί οι
Τουρκάλες των χωριών, αυτές δεν
λογαριάζονταν γυναίκες. Και σάμπως ήτανε
μία η μέρα ή δυο για να περάσουν; Μήνες
ολάκαιροι. Κι ούτε κουβέντα γι’ απόλυση. Κι
ύστερα, το Μέτωπο είχεν αποκτήσει μιά ζωή
δική του, με δική του ψυχολογία, δικά του
συμφέροντα, δικά του αισθήματα και πάθη,
δική του κίνηση, δικό του κουτσομπολειό –
που ούτε υποπτευότανε ο τύπος των Αθηνών. Η
περίεργη αυτή κοινωνία είχε τις ανάγκες της,
μία από αυτές ήτανε και η επικοινωνία των
μελών της».
Κι
ο Παπαλεξάνδρου προσθέτει «Έτσι
εφύτρωσεν η πρώτη εφημερίδα του Μετώπου.
Αμέσως άρχισαν από παντού να ξεπετιούνται
κι άλλες».
Μία από
τις πιο ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις που
κάνει ο συγγραφέας του άρθρου των Ελληνικών
Γραμμάτων είναι πως «μπορεί
αποτέλεσμα, μπορεί κ΄ αιτία, οπωσδήποτε
σύμπτωμα να ήταν της παράλυσης της
πειθαρχίας». Ο ίδιος δεν γνωρίζει ποια
ήταν η πρώτη εφημερίδα, αλλά υποθέτει ότι
πρέπει να ήταν η Αρβύλλα
«που το πρώτο της φύλλο υπολογίζω να
βγήκε στις 5 Δεκεμβρίου 1921» ενώ το
τελευταίο φύλλο που φαίνεται να εκδόθηκε
ήταν του Αραμπά, στις 10 Ιουλίου 1922, δηλαδή
λίγες μόλις εβδομάδες πριν από την
κατάρρευση του Μετώπου.
Ας
δούμε όμως τι γράφει για τους εκδότες τους
και το εύρος της διακίνησης τους: «Οι τίτλοι όλων των εφημερίδων του
Μετώπου είναι δηλωτικοί του σώματος που
βγαίναν και μάλλον σατυρικοί [...]. Οι εκδότες
στρατιώτες συνήθως ή υπαξιωματικοί,
γραφείς προφανώς, μα και μιας–δυο
αξιωματικοί κατώτεροι, συνεργάται “οι
καλύτεροι λόγιοι” του σώματος. Οπωσδήποτε
έβγαιναν με την άδεια και με την επίβλεψη
των διοικητών των σωμάτων και των επιτροπών
ψυχαγωγίας των στρατιωτών. Σε μία-δύο βρήκα
και ίχνη λογοκρισίας: αράδες σβησμένες με
μαύρη σινική μελάνη. Όπως μου είπεν ο
συνάδελφος κ. Μαλαβέτας συνέβη να περάσουν
κι από το στρατοδικείο συντάκτες
εφημερίδων του Μετώπου. Οι περισσότερες
χειρόγραφες, μερικές γραφομηχανημένες,
πολλές χειρόγραφες ή γραφομηχανημένες
βγαλμένες σε πολύγραφο. Πόσα αντίτυπα
έβγαζαν; Αναλόγως της ανάγκης, οπωσδήποτε
όχι περισσότερα από διακόσια. Συνδρομή
ελάχιστη, οι περισσότερες μάλιστα
μοιράζονταν δωρεάν στους γραμματισμένους
του σώματος, μερικές είχαν ορίσει συνδρομή
μια ή δύο κόλλες χαρτί του γραψίματος για να
εξασφαλισθή η εκτύπωση. Τυπογραφικές
εγκαταστάσεις είχαν σε διάφορα γραφεία των
σωμάτων ή σε καντίνες, έβγαιναν με τη
γραφομηχανή ή το πολύγραφο του σώματος.
Τυπωμένη δεν εβγήκε καμμιά, αφού
τυπογραφεία δεν υπήρχαν στο Μέτωπο. Απ’
όσες έχω μια μόνο, η Καραβάνα ήταν
δισεβδομαδιαία, οι άλλες έβγαιναν κάθε
εβδομάδα, συνήθως την Κυριακή [...]. Μια μόνο ο
Αραμπάς ήταν περιοδικό καθαρό. Τα σχήματα
τους διάφορα, μα γενικά μικρά.. Η Αρβύλλα
είχε το μεγαλύτερο σχήμα –μικρό ημίφυλλο–
μα ήταν δισέλιδη. Σχήμα και μέγεθος της Νέας
Ημέρας περίπου μονόφυλλο – δισέλιδο. Άλλες
μικρότερες –σχήμα τέταρτο ή όγδοο– ήταν
τετρασέλιδες, μια δυο πολυσέλιδες. Ο
Αραμπάς σχήμα δέκατο έκτο μεγάλο, πλάγια
βιβλιοδετημένο με εξώφυλλο χρωματιστό
εικονογραφημένο – βγήκε και με δώδεκα
σελίδες. Όλες σχεδόν εικονογραφημένες:
διάφοροι ερασιτέχνες σκιτσογράφοι και
ζωγράφοι τις εστόλιζαν με εικόνες, μιμήσεις
τις περισσότερες των εικονογραφημένων
εφημερίδων και περιοδικών, που έφθαναν στο
Μέτωπο, μερικές και πρωτότυπες. Η ύλη των
εφημερίδων του Μετώπου ήταν γενικά
σατυρική, αφού για ψυχαγωγία έβγαιναν και
για να σκοτώνουν την ώρα τους όσοι τις
έγραφαν και τις εδιάβαζαν. Δυστυχώς σπάνια
βρίσκει κανείς πρωτοτυπία. Ό,τι
δημοσιευότανε ήταν μίμηση και μάλιστα
κακών προτύπων μίμηση. Χρονογραφήματα
τραβηγμένα στο σαχλότερο, ή σαχλά μ’ όλη τη
διάθεση του συντάκτη, άρθρα γυρισμένα στην
αρλούμπα, ποιήματα σατυρικά, ευζωνική
συνεργασία, επιστολές γυναικών νεόπλουτων
που σκοτώνουν τα ελληνικά και τα γαλλικά,
ευαγγέλιο παραμορφωμένο για κοροϊδία
προσώπων και γεγονότων, επιστολές δασκάλων
σε γελοία καθαρεύουσα, ειδήσεις
τερατολογικές, αγγελίες αστείες, μετάφραση
δήθεν γαλλικών μυθιστορημάτων με
μαργαρίτες μεταφραστικούς και λεκτικούς
[…]. Πού και πού αναβρύζει κάτι πηγαίο,
αυθόρμητο, φρέσκο. Αυτή δε είναι η πιο
ενδιαφέρουσα ύλη, γιατί εκτός απ’ τη
φρεσκάδα της, μας πληροφορεί, αυτή κυρίως,
για τη ζωή του Μετώπου».
Και ο
Παπαλεξάνδρου συνεχίζει «Η
σάτυρα –αυθόρμητη ή μίμηση– χτυπούσε
κυρίως διάφορους τύπους ή κορόιδευε
διάφορα παρατράγουδα, που εγίνοντο στο
Μέτωπο. Ο Κεμάλ και οι Τουρκαλάδες έδιναν
συχνότατα το θέμα της σάτυρας. Έφθανε
κάποτε να πειράζονται και αξιωματικοί
ανώτεροι, ελαφρά εννοείται και σκεπασμένα. Kάτω από τις γραμμές εσπάραζαν οι
καϋμοί των στρατιωτών του μετώπου, η
αδημονία για την απόλυση, η πίκρα για τη
λησμονιά συγγενών και φίλων, το μπούχτισμα
για τις σάπιες ρέγγες, την αχώνευτη
κουραμάνα και το άθλιο συσίτιο που
μοιραζόταν, ο πόθος της γυναίκας, η λαχτάρα
της θαλπερής ειρηνικής ζωής».
Η
πρώτη εφημερίδα που εκδόθηκε, λοιπόν, ήταν η
Αρβύλλα στη ΧΙΙη
Μεραρχία, ως «εβδομαδιαία
σατυρική φανταρίστικη επιθεώρηση του
Μετώπου» και εκτιμάται ότι το πρώτο της
φύλλο κυκλοφόρησε στις 5 Δεκεμβρίου 1921. Ήταν
δισέλιδη, χειρόγραφη, βγαλμένη σε πολύγραφο.
Δίπλα στον τίτλο έχει έμβλημα μία αρβύλλα,
απ’ όπου ξεπετιέται ένα κεφάλι φαντάρου με
πέννα στο αυτί και τρίστηλη διάταξη ύλης. Το
φύλλο της 26 Ιουνίου 1922, όπως αναφέρει ο
Παπαλεξάνδρου, που φέρει τον αύξοντα αριθμό
25, είναι τετρασέλιδο σε σχήμα όγδοο.
Η
Φούντα
πρωτοκυκλοφόρησε χειρόγραφη στις 20
Φεβρουαρίου 1922, εξασέλιδη, σε χαρτί κοινό
του γραψίματος, ριγωμένο, με έξοδα του
Συντάγματος των Ευζώνων του Πλαστήρα. Ο
τίτλος του φύλλου ήταν δίχρωμος με μπλε και
κόκκινο μολύβι, ένα φέσι κόκκινο και μπλε
μακριά φούντα. Στο κάτω μέρος ήταν το σκίτσο
ενός τσολιά και η ταυτότητά της: «Διεύθυνσις:
Θ. Μαλαβέτα, βγαίνει: όταν βαρυέται να
κάθεται μέσα, γραφεία: εις τα νεόδμητα
μέγαρα της χαράδρας, τυπογραφεία: τα
ηλεκτροκίνητα του κ. Κονδυλοφόρου, τιμή:
ακόμη δεν την έχασεν η Φούντα γιατί είναι
μικρή, συνδρομαί: όποιος διαβάζει να μας
στέλνει μία κόλλα του παρόντος μεγέθους».
Μετά από ορισμένα φύλλα η Φούντα
βγαίνει σε πολύγραφο, δακτυλογραφημένη και
εξασέλιδη. Όπως προαναφέρθηκε, συνεκδότης
της Φούντας ήταν ο Γ.
Νίκολης, για τον οποίο ο Μαλαβέτας γράφει
στη νεκρολογία του (δημοσιεύεται στο τεύχος
43 του περιοδικού Ελληνικά
Γράμματα στις 15 Μαρτίου 1929): «Διωγμένος
απ’ το Στρατηγείο μιας Μεραρχίας στο οποίο
υπηρετούσε, εστάλη στο Σύνταγμα μας κατέχον
γραμμή προκαλύψεως. Εκεί τον εγνώρισα τον
Δεκέμβριο του 1921 [...]. Έζησε τα παιδικά του
χρόνια κοντά στα λιγνιτορυχεία της Κύμης
και εγνώρισε την εργατική δυστυχία και
αθλιότητα. Η ιδιοσυγκρασία του τον έφερε
κοντά στους αδικουμένους κ’ η ψυχή του
επανεστάτησε. Όταν πήγε στο στρατό ήταν
διαμορφωμένος επαναστάτης». Στο Κοινωνιολογικόν
και Πολιτικόν Λεξικόν του Ανεξάρτητου
(Αθήνα 1934, σελ. 355) αναφέρεται ότι «ένοπλα
μέλη της Κομμουνιστικής Ενώσεως μεταφέρουν
εις το Μέτωπον ένα πολύγραφον, με τον οποίο
τυπώνεται και διανέμεται εις τους
φαντάρους ένα αντιμιλιταριστικόν
περιοδικόν, η Φούντα του μακαρίτη Γ. Νίκολη».
Τούτο δηλαδή αποδεικνύει ότι ο Νίκολης ήταν
ήδη κομμουνιστής (μετά την απόλυση του από
το στρατό αναδείχθηκε σε στέλεχος του ΣΕΚΕ
και του ΚΚΕ και εν συνεχεία της Αριστερής
Αντιπολίτευσης μαζί με τον Π. Πουλιόπουλο,
μέχρι τον τραγικό θάνατο του) και ότι η
έκδοση της Φούντας
ήταν μία καλυμμένη πολιτική δραστηριότητα,
ενταγμένη στα πλαίσια της κομμουνιστικής
αντιπολεμικής προπαγάνδας του Μετώπου.
Ο
Αραμπάς ήταν
περιοδικό και έβγαινε στο 2ο Λόχο
Τηλεγραφητών του Β΄ Σώματος Στρατού,
πολυσέλιδο (έφτανε μέχρι 12 σελίδες), με
χρωματιστό εικονογραφημένο εξώφυλλο. Δίπλα
στον τίτλο υπήρχε ένας πετεινός επάνω σε
έναν αραμπά να χαιρετίζει με το χαρούμενο
λάλημα του την ανατολή του ηλίου. Το πρώτο
φύλλο εκδόθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου του
1922 και όπως σημειώνει ο Παπαλεξάνδρου «αφιέρωνε
σελίδες ολόκληρες για γελοιογραφίες.
Δημοσιεύει και τοπία και σκίτσα
ερασιτεχνών ζωγράφων του Μετώπου, που έχουν
κάποια πρωτοτυπία. Χειρόγραφος, εννοείται,
πολυγραφημένος. Μοιραζόταν δωρεάν. Η ύλη
του η φιλολογική όχι άξια λόγου, η
ευθυμογραφική μας δίνει κάποιαν εικόνα της
ζωής του Μετώπου. Ως έκδοση είναι η καλύτερη
απ’ όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά
του Μετώπου».
Η
Εφημερίς των
Χαρακωμάτων εβδομαδιαία επιθεώρησις του
33ου Συντάγματος πεζικού εκδόθηκε στα
μέσα Μαΐου 1922, «τετρασέλιδη,
σε χαρτί γραψίματος, χειρόγραφη
πολυγραφημένη. Στην ύλη της τίποτα το
εξαιρετικό».
Η
Καραβάνα εκδόθηκε
στην V Μεραρχία, στις αρχές Απριλίου 1922 «σε χαρτί γραφομηχανής –δύο κόλλες από
την μια μεριά μόνο γραμμένες και πιασμένες
με καρφίτσα– είχε τιμή 30 λεπτά το φύλλο και
συνδρομή δύο δραχμές το μήνα. Διευθυντής
ανθυπολοχαγός Διαμαντόπουλος Φώτης.
Αργότερα, από το 5ο φύλλο (1η
Μαΐου) γίνεται δισεβδομαδιαία,
μεγαλώνοντας το σχήμα της –τέταρτο– αλλά
δισέλιδη. Σε πολύγραφο πια. Η ύλη της πολύ
ενδιαφέρουσα για την κίνηση και τη ζωή του
τομέα».
Ανάλογες
ήταν και οι εφημερίδες Ο
Φερετζές της ΙΧης Μεραρχίας, το Σούσουρο
του 26ου Συντάγματος Πεζικού, το Φορείον
της 10ης Μοίρας τραυματιοφορέων, του οποίου
η τιμή κάθε φύλλου ήταν «ένα κουτί κόνεως φθειροκτόνου και
συνδρομή την επιστροφή του φύλλου μετά την
ανάγνωση του» και παρακαλούσε
«τους αναγνώστας ν’ αποφεύγωσι τας κρίσεις
επί της ύλης του φύλλου». Από τις
αρχαιότερες εφημερίδες του Μετώπου ήταν η
Μανιβέλα, «κάποιας μοίρας αυτοκινήτων». Το Πυρ εκδιδόταν από το 43ο
Σύνταγμα Πεζικού και διέθετε διευθυντή,
αρχισυντάκτη και διαχειριστή, ενώ η
συνδρομή του ήταν 3 δραχμές το τρίμηνο για
τους οπλίτες και 6 για τους αξιωματικούς. Το Σούσουρο, αγνώστων λοιπών στοιχείων,
έκανε κατά τον Παπαλεξάνδρου ειδικό
αφιέρωμα «στη μνήμη
των πεσόντων κατά τας επιχειρήσεις Ιουνίου-Ιουλίου
1921», στο 3ο του φύλλο της 17 Ιουνίου
1922. Τα ονόματα των πεσόντων δημοσιεύονται
μέσα σε πλαίσιο στην πρώτη σελίδα. Η Λόγχη
εκδιδόταν στο ΙΙ Σώμα Στρατού.
Η
εφημερίδα Κόκκινος Φρουρός εκδιδόταν παράνομα
στη Σμύρνη και συγκεκριμένα στο Σύνταγμα
Τηλεγραφητών, με τον πολύγραφο του
συντάγματος, από μία ομάδα κομμουνιστών
στρατιωτών που είχε συγκροτηθεί από τους Π.
Πουλιόπουλο, Ι. Μοναστηριώτη, Μιχ. Οικονόμου
και Μπονάνο και συνεργαζόταν με τον
Σοσιαλιστικό Όμιλο των Ελλήνων της Σμύρνης,
που είχε επικεφαλής τον Μ. Ζαφειριάδη και
τον Σοσιαλιστικό Όμιλο των Τούρκων με
επικεφαλής τον Αλή. Οι συντάκτες του Κόκκινου Φρουρού είχαν «φτιάξει
μία ομάδα συμπαθούντων που έβγαζαν το
Μποεμιό, καμουφλαρισμένο όργανο
προπαγάνδας, που βγήκε σε 2- 3 φύλλα» (Κ.Καστρίτης
ό.π., σελ. 68–71). Για τη δράση τους αυτή,
εξάλλου, οι Πουλιόπουλος και Μοναστηριώτης
συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν με την
κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και της
ανηθικότητας. Ο Μοναστηριώτης στάλθηκε
στην ΧΙη Μεραρχία όπου και κατάφερε να
απαλλαγεί, ενώ ο Πουλιόπουλος δραπέτευσε με
την κατάρρευση του Μετώπου, μαζί με το
δεσμοφύλακά του και μετέπειτα σύντροφό του
Β. Νικολινάκο.
Ορισμένα βιογραφικά στοιχεία
Τους
μόνους εκδότες από τις παραπάνω εφημερίδες
που γνωρίζουμε είναι οι Γ. Νίκολης και Π.
Πουλιόπουλος (για τον Θ. Μαλαβέτα, εκτός από
την επαγγελματική ιδιότητα του
δημοσιογράφου, δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο).
Ο
Γιώργης Νίκολης γεννήθηκε σε ένα χωριό
κοντά στην Κύμη της Εύβοιας, ακολούθησε
γυμνασιακές σπουδές στη Χαλκίδα και ύστερα «ήρθε
στην Αθήνα και ενεγράφη στα Νομικά.
Φοιτητής ήταν όπως όλα τα φτωχά παιδιά που
γράφουνται στο Πανεπιστήμιο,
παρακολουθούσε δηλαδή όσες ώρες μπορούσε
παραδόσεις και τις άλλες, τις περισσότερες,
δούλευε. Η κλίσις του στη δημοσιογραφία
εξεδηλώθη από τότε, αν και ήταν ακόμη η
εποχή που το επάγγελμα ως μόνο όφελος είχε
την στέρηση και την αβεβαιότητα. Αυτά όμως
δεν τον επτόησαν και πέτυχε να δουλέψη στην
Ακρόπολι παρακολουθώντας τον Γαβριηλίδη.
Έπειτα, στα 1919 εστρατεύθη. […] Όταν πήγε στο
στρατό ήταν διαμορφωμένος επαναστάτης [...].
Ότι είχε αφήσει ημιτελές σε διδαχή,
προσπαθούσε να το συμπληρώση εκεί. Εδιάβαζε
ότι ήταν δυνατό να φθάση ώς εκεί, εφημερίδες,
βιβλιαράκια, περιοδικά. Στο τέλος
παρουσιάστηκε αυτοδίδακτος σε δύο γλώσσες.
Τότε εβγάλαμε μαζί τη Φούντα, είμαστε
συνδιευθυνταί, μα αυτός ήταν κυρίως η ψυχή
της». Αυτά γράφει μεταξύ άλλων ο Θ.
Μαλαβέτας. Μετά την αποστράτευση του, ο
Νίκολης ήταν από τους πρωταγωνιστές του
κινήματος των παλαιών πολεμιστών. Ανέλαβε
πρώτος γραμματέας της Ομοσπονδίας Παλαιών
Πολεμιστών και αρθρογράφος του Παλαιού Πολεμιστή. Ήταν επίσης μέλος
του ΚΚΕ, αναδείχθηκε στη Κεντρική Επιτροπή
του Κόμματος και εργάστηκε στο Ριζοσπάστη ως αρχισυντάκτης. Ανήκε
στην αντιπολιτευτική τάση των Πουλιόπουλου
– Γιατσόπουλου και ήταν από τα βασικά
στελέχη της Ενωμένης Αντιπολίτευσης του
ΚΚΕ αρχικά και της Αριστερής
Αντιπολίτευσης αμέσως μετά. Εργαζόταν στην
εφημερίδα Καθημερινή.
Σκοτώθηκε στην κατάρρευση του καφενείου «Πανελλήνιον»
στα Χαυτεία στις αρχές του 1929. Από το ίδιο
ατύχημα τραυματίστηκαν σοβαρά οι Παστίας
Γιατσόπουλος και Σπ. Θεοδώρου.
Ο
Παντελής Πουλιόπουλος γεννήθηκε το 1900 στη
Θήβα από εύπορη οικογένεια, τέλειωσε το
γυμνάσιο στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική
Σχολή. Γοητεύτηκε από τις σοσιαλιστικές
ιδέες νωρίς και αναδείχθηκε στον κορυφαίο
επαναστάτη διανοούμενο του ελληνικού
εργατικού κινήματος του 20ού αιώνα. Η
επαναστατική του δράση στο Μικρασιατικό
Μέτωπο τον ανέδειξε σε κορυφαίο στέλεχος
του επαναστατικού κινήματος. Υπήρξε από
τους πρωταγωνιστές του κινήματος των
παλαιών πολεμιστών και αναδείχθηκε στη
θέση του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής
του ΚΚΕ το 1924. Συμμετείχε στο 5ο
συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς και
ήταν από τους πρωτεργάτες της Αριστερής
Αντιπολίτευσης στην Ελλάδα. Διαγράφτηκε
από το ΚΚΕ το 1927 μαζί με εκατοντάδες άλλα
μέλη και στελέχη του κόμματος. Συγκρότησε
την Ενωμένη Αντιπολίτευση το 1928 που εξέδωσε
τον Σπάρτακο,
ενώ στη συνέχεια υπέστη πολλές διώξεις και
φυλακίσεις για την επαναστατική του δράση.
Η δράση του σταμάτησε τον Ιούνιο του 1943 στο
Κούρνοβο, όταν εκτελέστηκε μαζί με άλλους
αγωνιστές και συντρόφους του, συνολικά 108,
από τους Ιταλούς. Οι θεωρητικές του μελέτες
είναι διάσπαρτες σε εφημερίδες και
περιοδικά του Μεσοπολέμου, ενώ από τα έργα
του, η μελέτη του Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση
στην Ελλάδα είναι αυτή που αντικρούει το
θεωρητικό σχήμα του ΚΚΕ.
Τα Νέα του ΕΛΙΑ, αρ.